- διορθωτῇ
- διορθωτήςa correctormasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… … Dictionary of Greek
δοκίμιο — Λογοτεχνικό είδος που, ιστορικά, έχει τις ρίζες του στον 16o αι. και εμφανίστηκε σε εξαιρετικά ποικίλες μορφές στο πέρασμα του χρόνου. Ο όρος δ. (γαλλ. essai, αγγλ. essay) εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1580, όταν o Μισέλ ντε Μοντέν εξέδωσε τo… … Dictionary of Greek
Τζιγάλας — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Αζαρίας (Σαντορίνη 1660 – 1740). Σπούδασε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, όπου και δίδαξε αργότερα και ο ίδιος (1709 11). Διετέλεσε δάσκαλος των παιδιών του άλλοτε ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας Μιχαήλ Ρακοβίτζα και μετά του… … Dictionary of Greek
διορθωτικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ικανός να διορθώνει: Δόθηκε στους εργαζόμενους διορθωτική αύξηση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., διορθωτικά η αμοιβή του διορθωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)